5 Απριλίου 2012

O Ferruccio Busoni συναντά τον Franz Liszt





Αστερισμοί σε παράλληλα σύμπαντα
Κοινά στοιχεία στη ζωή και το μουσικό περιβάλλον των δύο μεγάλων 
μουσικών προσωπικοτήτων

 Ήταν Μάρτιος του 1877,  όταν ο Franz Liszt (1811-1886) βρισκόταν στη Βιέννη για τη συμμετοχή του στον εορτασμό της 50ης επετείου του θανάτου του Ludwig van Beethoven (1770-1827) έχοντας σχεδιάσει να δώσει μία σειρά από ρεσιτάλ. Στο ακροατήριο παρίστατο ο δεκάχρονος Ferruccio Busoni μαζί με τη μητέρα του και μετά τη συναυλία αποφάσισαν να επισκεφτούν τον συνθέτη στο διαμέρισμα που φιλοξενούταν από τον ξάδερφό του Eduard Liszt, στο Schottenhof. Δυστυχώς, όμως, δεν μπόρεσαν να τον δουν. Αυτή η συνάντηση, τελικά, προγραμματίστηκε από την Caroline Gomperz-Bettelheim, μία τραγουδίστρια που είχε συνοδεύσει ο Liszt στα Schottische Lieder, Op. 108 του Beethoven, σε μία συναυλία της 16ης Μαρτίου 1877. Αν και ο συνθέτης έμεινε ευχαριστημένος από το παίξιμο του νεαρού Busoni, αρνήθηκε να του δώσει τη συστατική επιστολή που είχε ζητήσει αυτή τη φορά ο πατέρας του, μιας και απεχθανόταν αυτή την πρακτική.1 Οι εξαιρέσεις που έκανε σε αυτή την αρχή του ήταν πολύ λίγες και αφορούσαν συνήθως κάποιους πολύ καλούς μαθητές του, που γνώριζε προσωπικά σαν καλλιτέχνες και σαν ανθρώπους.2
Ωστόσο, ο Busoni έμελε να εξελιχθεί σε μία τόσο μεγάλη μουσική προσωπικότητα που- μαζί με τον θαυμασμό που επεδείκνυε για τον Liszt και το έργο του, μέσα από την καλλιτεχνική του δράση- καταξιώθηκε, τελικά, ως ένας από τους πιο γνωστούς υποστηρικτές και “πνευματικούς μαθητές” του.  Γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1866 στην Τοσκάνη της Ιταλίας, ενώ το πλήρες όνομά του ήταν Ferruccio Dante Michelangelo Benvenuto Busoni. Πατέρας του ήταν ο γνωστός κλαρινετίστας Ferdinando Busoni (1834-1909) και μητέρα του η πιανίστα Anna Weiss (1833-1909), η οποία είχε αναλάβει τη μουσική του εκπαίδευση στο πιάνο. Όπως ο Liszt, έτσι και ο Busoni είχε γαλουχηθεί με το έργο του Johann Sebastian Bach (1685-1750). Και ενώ ο Liszt στήριζε οικονομικά την οικογένειά του δίνοντας συναυλίες από τα εννιά του χρόνια, ο Busoni σε ηλικία δώδεκα ετών διηύθυνε στο Gratz το “Stabat Materπου είχε συνθέσει. Σύντομα εξελίχθηκε σε μία πολύπλευρη μουσική προσωπικότητα, με πολλά ενδιαφέροντα και με μία καλλιτεχνική δράση που εξαπλωνόταν σε διαφορετικούς τομείς της Μουσικής. Εκτός από πιανίστας και συνθέτης, υπήρξε πολύ ενεργός- και κάποιες φορές εριστικός- σαν μαέστρος, ήταν παθιασμένος βιβλιόφιλος, ικανός σκιτσογράφος και λάτρευε το θέατρο. Χαρακτηριζόταν συχνά ως “bon viveur και όσοι τον γνώριζαν, μιλούσαν για το ανοιχτό του πνεύμα, το ήθος και το βάθος που είχε ως καλλιτέχνης. Γοήτευε τους γύρω του όπως και ο Liszt, ενώ αυτή η δύναμη που ασκούσε στους άλλους αποδιδόταν συχνά και σε εκείνον σε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που είχε ως φυσιογνωμία. Ο μουσικολόγος Jean Chantavoine (1877-1952) ανέφερε συγκεκριμένα: «Αρκεί να κοιτάξουμε το ευγενές και αεικίνητο πρόσωπό του, το ανασηκωμένο του φρύδι, τα αποφασιστικά του μάτια, την ντελικάτη και ευαίσθητη μύτη του και το εκλεπτυσμένο σχήμα των χειλιών του, για να συνειδητοποιήσουμε ότι μπροστά μας στέκεται μία εξαιρετική ανθρώπινη οντότητα».3 Αλλά, υπάρχει και άλλα σημαντικά στοιχεία που ενώνουν τους δύο καλλιτέχνες. Η κουλτούρα και η ικανότητα προσαρμογής που διέθεταν καθώς και τα πολλά ταξίδια που έκαναν και που τους επέτρεπαν να δέχονται και να αντανακλούν τις τάσεις της εποχής τους ακολουθώντας, όμως, ο καθένας μία ξεχωριστή δική του πορεία. Ο μαθητής του Busoni, Vladimir Vogel (1896-1984), έγραφε για εκείνον ότι αυτό που τον είχε εντυπωσιάσει στην πρώτη τους συνάντηση, ήταν “η ζωντάνια του μυαλού του, η καθαρότητα και η δύναμή του, το σπινθηροβόλο πνεύμα του και η οικουμενικότητα της κουλτούρας του”.4  
Τέλος, πολύ σημαντική θεωρείται η συμβολή του Busoni στην Αισθητική της Μουσικής- ένα αντικείμενο που μόλις είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στην εποχή του και που ο Liszt είχε “υπηρετήσει” μέσα από την ιδιότητα του μουσικογράφου. Το έργο του Busoni, Σχέδιο για μια νέα μουσική αισθητική (1907), είχε προκαλέσει παρόμοιες αντιδράσεις με το βιβλίο που είχε γράψει ο Liszt, Οι Τσιγγάνοι και η μουσική τους στην Ουγγαρία (1859). Tα δύο αυτά έργα αποτελούσαν πρωτοποριακές προσπάθειες για να σπάσουν κάποια σταθερά δεσμά της Μουσικής, τα οποία την καθήλωναν σε στασιμότητα και είναι γεγονός ότι οι καινοτομίες μέχρι εκείνη την εποχή δεν γίνονταν εύκολα αποδεκτές. Ταυτόχρονα, όμως, φανέρωναν τις επιρροές και τις καλλιτεχνικές αξίες που χαρακτήριζαν το συνθετικό έργο των δύο μουσικών προσωπικοτήτων.




Junge Klassizität
Ο Busoni σαν συνθέτης

Ο Busoni, όπως και ο Liszt, ήθελε να διαδώσει τη μουσική της εποχής του. Το ενδιαφέρον του άρχισε να στρέφεται προς τη σύνθεση το 1898, με το έργο Σονάτα για Βιολί αρ.2, BV244. Τη χρονική περίοδο που έζησε οι εξελίξεις στον χώρο της σύνθεσης είχαν προχωρήσει τόσο πολύ, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκεί που σταμάτησαν οι επιδιώξεις του Liszt σε αυτό τον τομέα πήρε τη σκυτάλη ο Busoni. Και οι δύο συνθέτες υπήρξαν ρομαντικές φυσιογνωμίες και πρωτοπόροι στον χώρο της μουσικής δημιουργίας. Η μουσική τους ήταν αυτοβιογραφική και εξέφραζε βαθιά συναισθήματα, ενώ πάντα υπήρχε κάτι το επαναστατικό σε αυτήν. Οι συνθέσεις του Busoni ναι μεν έχουν δεχτεί επιρροές από τον Liszt, αλλά διακρίνονται από ένα εντελώς ξεχωριστό ιδίωμα, το οποίο πλησιάζει περισσότερο στη μουσική του 20ου αιώνα, παρά στον Ρομαντισμό του 19ου αιώνα. Στο έργο του συναντούμε συχνά την περιγραφή “Junge Klassizität”- έναν όρο που χρησιμοποιούσε ο ίδιος και με τον οποίο, όπως αναφέρει ο Alfred Brendel (1931), «δεν εννοούσε ούτε την επιστροφή σε παλαιές φόρμες, ούτε τον ειρωνικό σχολιασμό των παλαιότερων στυλ- όπως έκανε ο νεοκλασικισμός. Με αυτή την παράξενη, ουτοπική έννοια οραματιζόταν μία μουσική απελευθερωμένη από οποιουσδήποτε περιορισμούς στην πρόθεση του συνθέτη, το στυλ, τη φόρμα και τη λειτουργική αρμονία. Η “junge klassizität” δυσπιστεί ως προς την υπέρμετρη συναισθηματική ένταση, τις φανταχτερές θεατρικές κινήσεις, τον αισθησιασμό ή την σεξουαλικότητα- την ύπαρξη της οποίας ο Busoni θεωρούσε γελοία και ψεύτικη μέσα στη μουσική».5 Βασικό χαρακτηριστικό των έργων του Busoni αποτελεί ο συνδυασμός διαφορετικών μελωδικών γραμμών, που δημιουργεί την αίσθηση ότι πρόκειται για μουσική χωρίς τονικό κέντρο.6 Αρκετές φορές δεν είναι ξεκάθαρο σε ποιες τονικότητες κινείται, αλλά- όπως και ο Liszt- έτσι κι εκείνος φαίνεται ότι κατείχε αυτή την ιδιαίτερη ικανότητα, να μεταχειρίζεται τον συνδυασμό των αρμονιών με τέτοιο τρόπο ώστε να προκύπτει ένα συνονθύλευμα ήχων, που σπάει τα στενά όρια της τονικής γραφής δημιουργώντας, ωστόσο, ένα καλαίσθητο αποτέλεσμα.
 Άλλο ένα κοινό στοιχείο που συναντάμε στο έργο των δύο συνθετών αποτελεί η επιρροή που έχουν δεχτεί από την παραδοσιακή μουσική, καθώς και από έναν πολύ αγαπητό σε εκείνους συνθέτη της μουσικής μπαρόκ- τον J.S.Bach. Ήδη στα είκοσι τρία του χρόνια o Busoni είχε επιμεληθεί μία έκδοση με “Inventions του συνθέτη και αργότερα επιμελήθηκε το Καλώς Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο, BWV 846-893. Oι μεταγραφές που έχει γράψει σε έργα του J.S.Bach προσεγγίζουν τις είκοσι οκτώ ξεπερνώντας εκείνες του Liszt. Και ενώ ο Liszt υιοθετούσε μία πιο προσωπική οπτική στην απόδοση αυτών των έργων, ο Busoni επεδείκνυε έναν μεγάλο βαθμό πιστότητας στο μουσικό κείμενο. Με αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνέχισε μία παράδοση που είχε καθιερωθεί σε σημαντικό βαθμό από τον ίδιο τον Liszt∙ τον “εκσυγχρονισμό” των έργων που ανήκαν σε παλαιούς συνθέτες και την επανένταξή τους στο σύγχρονο πιανιστικό ρεπερτόριο. Ο Busoni είχε εμπνευστεί και από άλλους συνθέτες, όπως και ο Liszt. Στο έργο του An die Jugend, BV254 χρησιμοποιεί τα Καπρίτσια για βιολί αρ.11 και 15, Op.1 του Niccolò Paganini (1782-1840)- έναν συνθέτη, για τον οποίο ο Liszt έτρεφε μεγάλο θαυμασμό και είχε ασκήσει σημαντική επιρροή στο συνθετικό του έργο και την πιανιστική του τεχνική. Επίσης, στη μουσική του Busoni συναντάται και η χρήση μοτίβων από διάφορες όπερες. Παράδειγμα αποτελεί η Σονατίνα για πιάνο αρ.6, BV284, η οποία είναι βασισμένη σε θέματα της όπερας Carmen του Georges Bizet (1838-1875).  
Ωστόσο, οι μουσικές προτιμήσεις των δύο συνθετών δεν ταυτίζονταν πάντα. Γνωρίζουμε ότι ο Liszt έτρεφε απεριόριστο θαυμασμό για  τον Beethoven και τον Richard Wagner (1813-1833)- σαν συνθέτες, αλλά και σαν προσωπικότητες. Ο Busoni όμως απεχθανόταν τον Wagner, ενώ ανήκε ανάμεσα στους υποστηρικτές των κοντσέρτων για πιάνο του Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791). Όσο για τον Beethoven, έλεγε ότι “η έλλειψη τεχνικής ικανότητας δεν του επέτρεπε να ερμηνεύει τα έργα που έγραφε για πιάνο”,7 αλλά αναγνώριζε ότι μέσα από το πιανιστικό του έργο- και συγκεκριμένα τη Σονάτα Hammerklavier, Op.106- είχε “δημιουργήσει” το σύγχρονο πιάνο με ουρά, εκμεταλλευόμενος τις υψηλότερες και χαμηλότερες περιοχές του κλαβιέ, τη χρήση των πεντάλ, τη βελτίωση και τον εμπλουτισμό του ήχου. Ο Frédéric Chopin (1810-1849), που θαύμαζε ιδιαίτερα ο Liszt, για τον Busoni  ήταν ένας συνθέτης που “λάτρευε και μισούσε ταυτόχρονα”.8
Από την άλλη πλευρά, ο Busoni είχε αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με τον Beethoven- όπως και ο Liszt. Και οι τρεις συνθέτες ήταν οραματιστές, πρωτοπόροι και προφητικοί όσον αφορά τις αλλαγές που θα ακολουθούσαν στον τομέα της μουσικής σύνθεσης, μετά την εποχή τους. Ο Beethoven κατάφερε να απαλλάξει τη μουσική από τα δεσμά της κλασικής φόρμας, ο Liszt είχε οραματιστεί τη διεύρυνση και την απομάκρυνσή της από τα στενά όρια της τονικότητας και ο Busoni είχε προχωρήσει ακόμη περισσότερο, προβλέποντας την έλευση της ηλεκτρονικής μουσικής.9  
Όσο για τον Liszt, είναι ολοφάνερη η επιρροή που είχε ασκήσει στο συνθετικό έργο του Busoni. Κάποια από τα βασικά κοινά στοιχεία των δύο συνθετών αποτελούν η φαντασία, το όραμα, ο σεβασμός και η έμπνευση από το παρελθόν, το περιγραφικό στοιχείο και ο πειραματισμός με τη μουσική φόρμα. Μέσα από τη μουσική και το παίξιμό τους μετέφεραν στον κόσμο την αίσθηση του πρωτόγνωρου και της έκπληξης.10 Είναι χαρακτηριστικό ότι αρκετά έργα του Liszt και του Βusoni είναι γραμμένα σε ανοιχτές φόρμες, ενώ δημιουργούν την αίσθηση ότι η μελωδία τους δεν έχει καταλήξεις. Τέλος, από τα έργα του Busoni μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε ότι γνώριζε καλά τη λιστιανή τέχνη της ενορχήστρωσης.11




Τα ιερά τέρατα της πιανιστικής τεχνικής
Ο Busoni ως συνεχιστής της “Σχολής Liszt

   Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Liszt και ο Busoni υπήρξαν ταυτόχρονα πιανίστες και συνθέτες, έχοντας διανύσει μία καλλιτεχνική περίοδο αναζήτησης της τελειότητας στην πιανιστική τους τεχνική. Τα έργα που έχουν γράψει για πιάνο θεωρούνται από πολλούς δασκάλους δύσκολα και ακατάλληλα για να ενταχθούν στο ρεπερτόριο των μαθητών τους, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν “σημεία-σταθμούς” για οποιονδήποτε πιανίστα επιθυμεί να χαρακτηρίζει το ρεπερτόριό του “μοντέρνο”.
Ο Busoni είχε βάλει στόχο να τελειοποιήσει την τεχνική του γύρω στο 1890, ενώ οδηγός του σε αυτή την προσπάθεια στάθηκε ο Liszt. Ο ίδιος έγραφε: «Η ευγνωμοσύνη και ο θαυμασμός έκαναν τον Liszt δάσκαλο και φίλο μου εκείνη την περίοδο».12 Τα τελευταία εφτά χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε με τη σύνθεση κάποιων ασκήσεων, μεταγραφών και δικών του μουσικών κομματιών, με σκοπό να προσφέρει στο κοινό τις γνώσεις που είχε αποκομίσει τόσα χρόνια πάνω στην τεχνική του πιάνου. Το έργο του, Klavierübung, που γράφτηκε μεταξύ των ετών 1918 και 1922,13 παραπέμπει στην επιρροή που είχε δεχτεί από τον J.S.Bach. Υπάρχει μία μεγάλη τριμερής συλλογή με αυτό τον τίτλο, που περιλαμβάνει δύσκολα έργα του συνθέτη (ανάμεσά τους βρίσκονται οι έξι Παρτίτες, BWV 825-830, η Γαλλική Ουβερτούρα, BWV 831 και το Ιταλικό Κοντσέρτο, BWV 971), τα οποία προορίζονται για μία εις βάθος εξερεύνηση του μουσικού οργάνου, την καλλιέργεια της μουσικότητας του εκτελεστή και την άσκηση στη μουσική σύνθεση. Όμως και ο Liszt είχε προσπαθήσει να κληροδοτήσει τις γνώσεις του σε αυτόν τον τομέα, με τη σύνθεση πολλών σπουδών, όπως και κάποιων τεχνικών ασκήσεων στο έργο του Technische Studien, S.146. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι αυτό αποτελούσε το μόνο “παιδαγωγικού περιεχομένου” έργο του και ότι δεν σκόπευε ποτέ να γράψει κάποια “Σχολή Πιάνου”, μιας και δεν ήταν τόσο σχολαστικός σε αυτά τα θέματα. Ο Liszt και ο Busoni διακρίνονταν από ένα πρακτικό πνεύμα, ακόμη και σαν παιδαγωγοί. Δεν άφησαν πίσω τους εγχειρίδια παιξίματος του πιάνου και δεν δημιούργησαν “Σχολές” με τη στενή έννοια του όρου, αλλά κληροδότησαν τις καλλιτεχνικές τους αξίες στις επόμενες γενιές πιανιστών μέσα από τη σολιστική τους δράση και το συνθετικό τους έργο. 
Ωστόσο και τα δύο αυτά “τέρατα της πιανιστικής τεχνικής” είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι αδύνατον να προσεγγίσεις την τελειότητα στην τεχνική του πιάνου. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Liszt, που είχε καταγράψει η Auguste Boissier στο ημερολόγιό της το 1832: «Ο Liszt μας είπε ότι είχε ασχοληθεί με το παίξιμο του πιάνου για πολλά χρόνια, συμμετέχοντας σε λαμπρές συναυλίες και έχοντας την αίσθηση ότι αποτελούσε ένα μοναδικό “φαινόμενο” σε αυτό τον χώρο. Ώσπου μια μέρα, όντας ανίκανος να εκφράσει όλα τα συναισθήματα που τον βάραιναν, επανεκτίμησε τον εαυτό του και εξετάζοντας αναλυτικά κάθε πέρασμα είδε ότι δεν μπορούσε να παίξει ούτε τρίλιες, ούτε οκτάβες, ούτε ακόμη και μερικές συγχορδίες. Από εκείνη τη στιγμή και μετά άρχισε ξανά από την αρχή μελετώντας πάλι κλίμακες και σιγά-σιγά άλλαξε εντελώς το τουσέ του…».14  Σε μία επιστολή του προς τον Adolphe Pictet, στις 11 Φεβρουαρίου 1838, ο Liszt έγραφε: “Σθεναρή μου επιδίωξη είναι να μην εγκαταλείψω τη σπουδή και εξέλιξη του πιάνου, μέχρι το σημείο που θα έχω κάνει ό,τι είναι δυνατόν ή τουλάχιστον ό,τι μπορώ να κατορθώσω αυτή τη στιγμή για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Αυτό το μυστηριώδες είδος  συναισθήματος, που με κρατάει στο πιάνο, ίσως είναι μία ψευδαίσθηση. Αλλά, το θεωρώ πολύ σημαντικό… ”.15
Ο Busoni είχε περάσει από μία παρόμοια δημιουργική φάση, όταν μετά το 1892 αποσύρθηκε οικειοθελώς από τη σκηνή, για να αλλάξει ολοκληρωτικά το παίξιμό του. Ο ίδιος έγραφε: «Ήταν εκείνη την περίοδο της ζωής μου που συνειδητοποίησα την ύπαρξη ενός τέτοιου μεγάλου χάσματος και τόσο σημαντικών ελαττωμάτων στο παίξιμό μου, που πήρα ενεργά την απόφαση να αρχίσω ξανά τη μελέτη του πιάνου από την αρχή και πάνω σε μία εντελώς καινούργια βάση. Το έργο του Liszt στάθηκε οδηγός μου σε αυτή την προσπάθεια».16 Φαίνεται ότι ο Busoni επαλήθευε τα λόγια του Liszt, για την επίτευξη της τελειότητας στο παίξιμο του πιάνου, όταν έγραφε στη γυναίκα του: «Αποτελεί προσπάθεια για μένα να εξασκούμαι στο πιάνο. Αλλά, δεν μπορεί να το αφήσει κανείς. Είναι σαν ένα ζώο που όσες φορές και να του κόψεις το κεφάλι, εκείνο φυτρώνει ξανά και ξανά».17 Το 1905 έγραφε σε έναν φίλο του: «Τί μεγάλος που είναι ο δρόμος για την πλήρη και βαθιά κατοχή της γνώσης, ακόμη και για κάποιον που είναι πολύ χαρισματικός! Για εκείνον είναι ακόμη μακρύτερη η διαδρομή που θα έχει να διανύσει, επειδή θέτει στον εαυτό του μεγαλύτερα προβλήματα».18 Ο Busoni, βέβαια, είχε την τύχη να παίζει σε μουσικά όργανα που είχαν αποκτήσει πλέον έναν πιο σταθερό και δυνατό μηχανισμό, σε σχέση με τα πιάνα που υπήρχαν την εποχή του Liszt. Έτσι, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι κατάφερε να αναπτύξει την πιανιστική τεχνική του ακολουθώντας τον δρόμο που είχε χαράξει ο Liszt, αλλά και να μεταδώσει στους μαθητές του τις νέες επιταγές της ερμηνευτικής αισθητικής στην πιανιστική εκτέλεση.
Μέσα από μία δημιουργική διαδικασία ο Liszt και ο Busoni ξεπέρασαν την αναζήτηση της τεχνικής τελειότητας καταφέρνοντας να προσεγγίσουν την ουσία της πιανιστικής τέχνης. Ένα κοινό στοιχείο που είχαν σαν πιανίστες- και που αναφέρεται συχνά από τους μαθητές τους- υπήρξε η ικανότητα να παίζουν “λες και η μουσική που ακουγόταν, έχανε την υλική της υπόσταση, περιπλανιόταν σε έναν άλλο κόσμο και χαρακτηριζόταν από μία ιδιαίτερη μυσταγωγική ποιότητα”.19 Όντας τόσο καλλιεργημένες μουσικές προσωπικότητες κατείχαν τέτοια γνώση και μουσική εμπειρία, που θα ήταν αδύνατον να μην φαίνεται στις πιανιστικές τους εκτελέσεις και τα ιδανικά που υποστήριζαν μέσα από τις εμφανίσεις τους. Οι ποικίλοι ρόλοι που είχαν και η πορεία που διένυσαν ως ολοκληρωμένοι μουσικοί, λειτουργούσαν μαζί διαμορφώνοντας έναν καλλιτέχνη που μέσα από το παίξιμό του “ενώνονταν όλα σε ένα” και που μπορούσε να οδηγήσει τον ακροατή κατευθείαν στην ουσία του έργου. Ο Busoni πίστευε ότι «ο πιανίστας πρέπει να κατέχει μία ασυνήθιστη ευφυΐα και κουλτούρα, συναίσθημα, ταπεραμέντο, φαντασία, ποίηση και τέλος αυτό τον προσωπικό μαγνητισμό που μερικές φορές επιτρέπει στον καλλιτέχνη να εμπνεύσει τέσσερις χιλιάδες ανθρώπους, ξένους που η τύχη έχει φέρει μαζί, με το ένα και το αυτό συναίσθημα… Αν οποιαδήποτε από τις παραπάνω ποιότητες λείπει, η ανεπάρκεια θα είναι φανερή σε κάθε φράση που θα παίζει».20 Έβλεπε τη μουσική σαν ένα συνονθύλευμα πολλών στοιχείων, ενωμένων μαζί. Θεωρούσε ότι αυτή η τέχνη δεν μπορεί να διαχωρίζεται σε τομείς, όπως η εκτέλεση, η σύνθεση, η διδασκαλία ή η αισθητική. Το ίδιο βέβαια υποστήριζε και ο Liszt, αφού είναι γνωστό ότι στην καλλιτεχνική του δράση συνδύαζε πάντα τον ρόλο του πιανίστα με εκείνον του συνθέτη, του μαέστρου, του μουσικογράφου και του δασκάλου.
Πώς θα μπορούσαμε όμως να περιγράψουμε τον Busoni ως πιανίστα; Η Nadia Boulanger (1887-1979) είχε πει ότι «έπαιζε πιάνο, σαν να συνέθετε». Ο David Dubal έχει σχολιάσει: «… ο ρυθμός του ήταν ένας ρυθμός συμφωνικών αναλογιών, ο οποίος εν τούτοις δεν ήταν εξαρτημένος από ένα αυστηρά μετρικό παίξιμο. Ήταν φιλοδοξία του να δημιουργήσει μία μουσική δομή ικανή να δονεί  βαθιές χορδές στη μνήμη».21 Οι πιανιστικές εκτελέσεις του Busoni διακρίνονταν από ένα ιδιαίτερο ήθος και πνεύμα. Απέφευγε τους συναισθηματισμούς και το πιανιστικό του ύφος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως “γερμανικό”. Για εκείνον το συναίσθημα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με το γούστο και το στυλ. Ωστόσο, αρκετές φορές είχε κατηγορηθεί για ένα υπερβολικά επαναστατικό και ελεύθερο παίξιμο.22 Το εύρος και το όραμά του φαίνονταν να μην έχουν όρια, ενώ ο μουσικολόγος George Eastwood είχε γράψει στο βιβλίο του για εκείνον και τη συμβολή του στην ερμηνεία του πιάνου, ότι «βοήθησε στο να οδηγηθεί η μουσική αισθητική από τον ασυγκράτητο ρομαντισμό στον νέο κλασικισμό».23  Έτσι, μπορεί να δικαιολογηθεί και η ύπαρξη κάποιων αντιφατικών κριτικών για το πιανιστικό του παίξιμο. Για ορισμένους οι ερμηνείες του Busoni σε έργα του Beethoven θεωρούνταν πολύ βίαιες και μη-εγκεφαλικές. Επίσης, είχε αποκτήσει τη φήμη ότι οι ερμηνείες του σε έργα του Chopin ήταν πολύ τραχιές. Ο ίδιος απαντούσε σε αυτά τα σχόλια: «έχτισα ένα ιδανικό για τον Beethoven, που λανθασμένα αποκαλέστηκε μοντέρνο και που δεν είναι τίποτα παραπάνω από ζωντανό».24 Όσο για τα έργα του Chopin, δεν υιοθετούσε εκείνο το ύφος παιξίματος που χρησιμοποιούσαν οι περισσότεροι πιανίστες της εποχής του στα έργα αυτού του συνθέτη και το οποίο περιλάμβανε μεγάλη ελευθερία και συχνές εναλλαγές στην ταχύτητα. Θεωρούσε αυτόν τον τρόπο παιξίματος σαν μία “εκπόρνευση” της μουσικής και ενδιαφερόταν περισσότερο για την ανάδειξη της δομικής ανάπτυξης του έργου, παρά για δημιουργία ρομαντικής ατμόσφαιρας στην ερμηνεία.
Ένα από τα κατεξοχήν πεδία εξειδίκευσης στην τέχνη του Busoni ήταν η χρήση του πεντάλ, που μέχρι τότε συναντούσε αρκετούς περιορισμούς- μιας και επέκειτο στην αυστηρή χρήση της Αρμονίας. Ο Dubal αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο Busoni κάποιες φορές μπορεί να χρησιμοποιούσε και τα τρία πεντάλ ταυτόχρονα, ενώ κάτι τέτοιο είχε παρατηρήσει και ο μαθητής του, Eduard Weiss, περιγράφοντας πώς έπαιζε το χορικό μέρος του Scherzo αρ.3, Op.39 του Chopin. Όπως γράφει, «χρησιμοποιούσε το δεξί πεντάλ για να σκιαγραφεί τα κατιόντα περάσματα, την una corda για να ρυθμίζει τις δυναμικές και με το αριστερό του πόδι πατούσε το μεσαίο πεντάλ, προκειμένου να ενισχύει τις αρμονίες ενάντια στα περάσματα».25 Ο ίδιος ο Busoni έλεγε για αυτό το ζήτημα: «τα αποτελέσματα που μπορούμε να παράγουμε με τα πεντάλ είναι ανεξάντλητα, επειδή έχουν παραμείνει σκλάβοι μιας στενόμυαλης και χωρίς νόημα αρμονικής θεωρίας. Το πεντάλ υποτιμάται. Για αυτό ευθύνονται οι άστοχες ατασθαλίες που γίνονται στη χρήση του. Ας πειραματιστούμε, λοιπόν, με ατασθαλίες που θα έχουν κάποιο νόημα».26
Το 1898 ο Busoni έδωσε τέσσερις συναυλίες με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου ερμηνεύοντας δεκατέσσερα κοντσέρτα για πιάνο, συμπεριλαμβανομένων των κοντσέρτων σε ρε ελάσσονα (BWV1052) του Bach, σε λα μείζονα (Κ.488) του Mozart, σε σολ μείζονα (Op.58) και το “Αυτοκρατορικό” (Op.73) του Beethoven, σε σι ελάσσονα (Op.89) του Johann Nepomuk Hummel (1778-1837), σε μι ελάσσονα (Op.11 ) του Chopin, σε σολ ελάσσονα (Op.25) του Felix Mendelssohn-Bartholdy (1809-1847), σε λα ελάσσονα (Op.54) του Robert Schumann (1810-1856), σε φα ελάσσονα (Op.16) του Adolph von Henselt (1814-1889), σε μι ύφεση μείζονα (Op.94) του Anton Rubinstein (1829-1894), σε ρε ελάσσονα (Op.15) του Johannes Brahms (1833-1897), το Konzertstück (Op.79) του Carl Maria von Weber (1786-1826), το Κοντσέρτο για πιάνο σε λα μείζονα (S.125) του Liszt και τη Φαντασία του Οδοιπόρου (S.366)  του Franz Schubert (1797-1828) σε μεταγραφή του Liszt.27 Από το 1902 τα προγράμματα συναυλιών που έδινε στο Βερολίνο, ως μαέστρος και εκτελεστής, συμπεριλάμβαναν έργα των Edward Elgar (1857-1934), Liszt, Vincent dIndy (1851-1931), Christian August Sinding (1856-1941), Camille Saint-Saëns (1835-1921), Hector Berlioz (1803-1869), Gabriel Faure (1845-1924), Claude Debussy (1862-1918), Jean Sibelius (1865-1957), Béla Bartók (1881-1945), Arnold Schoenberg (1874-1951), κ.ά. Tο 191328 ο Busoni είχε κάνει μία περιοδεία στην Ιταλία , όπου έδωσε οκτώ ρεσιτάλ στο Ωδείο Verdi του Μιλάνου και μέσα από αυτά επεδίωξε να παρουσιάσει την εξέλιξη της πιανιστικής φιλολογίας από την εποχή του J.S.Bach μέχρι και την πρώιμη περίοδο της σύγχρονης μουσικής. Το πρώτο ρεσιτάλ περιλάμβανε μεταγραφές σε έργα του J.S.Bach και τις σονάτες για πιάνοWaldstein”, Op.53 και Op.111 του Beethoven. Το δεύτερο ρεσιτάλ ήταν αφιερωμένο σε έργα του Beethoven, τα δύο επόμενα σε έργα του Chopin, το πέμπτο και το έκτο σε έργα του Liszt- αυθεντικά και μεταγραφές- το έβδομο σε έργα των Charles-Valentin Alkan (1813-1888), Schumann, César Franck (1822-1890) και Brahms, ενώ στο τελευταίο ρεσιτάλ έπαιξε δικά του έργα.
Ο Busoni ακολούθησε την παράδοση που είχε υιοθετηθεί από τον Liszt και άλλους καλλιτέχνες της εποχής του και αφορούσε τη διεύρυνση του ρεπερτορίου τους με έργα που εντάσσονταν χρονολογικά στην εποχή του J.S.Bach και έφταναν σε έργα σύγχρονων συνθετών. Το ρεπερτόριό του ήταν μεγάλο και περιλάμβανε μουσικές συνθέσεις από τον Jean-Philippe Rameau (1683-1764) ως τον Mily Balakirev (1837-1910), με βασικούς “σταθμούς” έργα των J.S.Bach και Liszt. Για τους δύο τελευταίους συνθέτες ο Busoni είχε πει, χαρακτηριστικά: «Ο Bach είναι τα θεμέλια του πιάνου και ο Liszt η κορυφή. Αυτοί οι δύο συνθέτες κάνουν τον Beethoven να υπάρχει».29 Όπως και ο Liszt, συνήθιζε να εντάσσει στα προγράμματα συναυλιών του έργα που δεν ακούγονταν συχνά, ενώ παράλληλα έδινε βάρος σε “έργα- σταθμούς”, που κρατούν μία αξιόλογη θέση ακόμη και σήμερα στα σύγχρονα προγράμματα συναυλιών. Θα μπορούσαμε να πούμε, μάλιστα, ότι το σύγχρονο πιανιστικό ρεπερτόριο- με την ευρύτητα και την ποικιλία που το χαρακτηρίζουν- έχει διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό από τον Busoni, ο οποίος θεωρήθηκε δίκαια “συνεχιστής” του Liszt.




Το δέντρο των μαθητών της “Σχολής Busoni

Ένα κοινό στοιχείο στην καλλιτεχνική δράση του Liszt και του Busoni υπήρξε ο ακαδημαϊκός τους ρόλος. Την εποχή που έζησαν οι μουσικές ακαδημίες και οι μουσικές σχολές είχαν αρχίσει να ξεφυτρώνουν η μία μετά την άλλη και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα μυστικά της πιανιστικής τέχνης να περάσουν στα χέρια όλο και περισσότερων μαθητευόμενων ταλέντων και πολλά υποσχόμενων νέων πιανιστών. Μόλις σε ηλικία δεκαπέντε ετών ο Busoni είχε γίνει μέλος στην Ακαδημία Μουσικής της Bologna και στη συνέχεια ανέλαβε τη διεύθυνσή της. Αργότερα κλήθηκε να διδάξει στο Ωδείο Helsingfors στη Φιλανδία και για έναν χρόνο στο Ωδείο της Νέας Αγγλίας στη Βοστώνη, το έτος 1891. Επίσης, από το 1922 μέχρι τον θάνατό του είχε διδάξει στην Ακαδημία Τεχνών του Βερολίνου. Είχε δραστηριοποιηθεί στον τομέα της διδασκαλίας του πιάνου σε πόλεις όπως η Λειψία, το Ελσίνκι, η Αγ.Πετρούπολη, η Μόσχα, η Νέα Υόρκη και η Βοστόνη.30 Ο Liszt, από την άλλη πλευρά, μέσα από τη διδακτική του δραστηριότητα στο Παρίσι, τη Βουδαπέστη, τη Βαϊμάρη και τη Ρώμη, είχε αποκτήσει μία στρατιά μαθητών στο πιάνο, που- μέσα από την καλλιτεχνική τους δράση ως πιανίστες, δάσκαλοι πιάνου ή μαέστροι- διέδωσαν το έργο του παντού δημιουργώντας μία “Σχολή”.
Ο Busoni, όπως και ο Liszt, απέκτησε σύντομα πολλούς μαθητές, οι οποίοι αργότερα κράτησαν ζωντανή τη φήμη και το έργο του.31 Είναι αρκετά γνωστή η σχολή που είχε καθιερώσει στον τομέα της σύνθεσης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ως πιανίστας - σε αντίθεση με τον Liszt- δεν προωθούσε συχνά σύγχρονα έργα εκτός από τα δικά του. Αλλά, όπως ο Liszt επεδίωκε τη διάδοση της μοντέρνας μουσικής μέσα από τη θέση του μαέστρου, έτσι έκανε και ο Busoni. Όταν καθιερώθηκε ως μουσική προσωπικότητα στο Βερολίνο, το 1894, ανέλαβε τη διεύθυνση μοντέρνων συμφωνικών έργων, μεγάλο μέρος των οποίων ανήκε σε γάλλους συνθέτες- όπως τα έργα Pécheurs dIslande του Guy-Ropartz (1864-1955), Overture des Barbares του Saint-Saëns, Prélude à laprès-midi dun Faune (L86) και Nocturnes (L91) του Debussy, Les Djinns (M.45), Le Chassseur maudit (M.44), Prélude, Chorale et fugue του Franck, το πρελούδιο από τη δεύτερη πράξη της όπερας LEtranger και το έργο Suite Francaise του dIndy, την Τρίτη Συμφωνία (Op.11) του Albéric Magnard (1865-1914).32 Συνέβαλε, όμως, θετικά και στην υποστήριξη των νέων συνθετών μέσα από τη διδακτική του δραστηριότητα. Όπως και ο Liszt, ο Busoni ήταν πάντα φιλόξενος και γενναιόδωρος με τα νιάτα και για αυτό τον λόγο περιτριγυριζόταν πάντα από την παρουσία νέων ανθρώπων. Μαθητές του υπήρξαν πολλοί γνωστοί συνθέτες του 20ου αιώνα, χωρίς τους οποίους δεν θα μπορούσαμε καν να διανοηθούμε την ύπαρξη της “σύγχρονης λόγιας μουσικής”. Στους πιο γνωστούς από αυτούς ανήκουν οι Kurt Weill (1900-1950) και Edgard Varèse (1883-1965), ενώ κοντά του μαθήτευσαν και οι Otto Luening, Philipp Jarnach, Vladimir Vogel, Guido Guerrini, Robert Blum και Stefan Wolpe.
Ωστόσο, ο Busoni είχε αρκετούς μαθητές που είχαν γνωρίσει μία επιτυχή επαγγελματική σταδιοδρομία και σε άλλους τομείς της μουσικής. Αρκετοί από αυτούς ασχολήθηκαν παράλληλα με τη σύνθεση και το πιάνο- όπως οι Louis Gruenberg, Beryl Rubinstein, Gino Tagliapietra, Rudolf Ganz, Selim Palmgren και Edward Steuermann. Περισσότερο προσανατολισμένοι στον τομέα του πιάνου ήταν οι μαθητές και οι μαθήτριες Augusta Cottlow, Michael von Zadora, Carlo Zecchi, Maria Carreras, Guido Agosti, Theophil Demetriescu, Theodor Szàntò, Clara Haskil, Gottfried Galston, Leo Kestenberg, Leo Sirota και Edward Weiss. Αγαπημένος μαθητής του Busoni ήταν ο Egon Petri (1881-1962), ο οποίος θεωρείται μέχρι και σήμερα αυθεντία στην ερμηνεία των έργων του. Τέλος, ένας άλλος μαθητής του, ο Woldemar Freeman (1895-1944), έδρασε στην Ελλάδα για σημαντικό χρονικό διάστημα33 και θα μπορούσαμε να πούμε ότι μετέφερε στη χώρα μας κάποια στοιχεία από την παράδοση της “Σχολής Busoni”, μέσα από τη διδασκαλία του.
Στη λίστα των μαθητών του Busoni προστίθενται και οι Gregor Beklemischeff , Gisella Selden-GothNatalie Curtis, Allan Maud, Emile Blanchet, Harriet Cohen, Carl Nielsen κ.ά. Τέλος, ο διακεκριμένος έλληνας μαέστρος Δημήτρης Μητρόπουλος (1896-1942) έζησε στο περιβάλλον του και πιθανόν να υπήρξε μαθητής του για δύο χρόνια.34
Σύντομα, οι μαθητές του Busoni απέκτησαν δικούς τους μαθητές και έτσι δημιουργήθηκε η “Σχολή Busoni” στον τομέα της πιανιστικής εκτέλεσης. Αρκετοί μαθητές του Freeman γνώρισαν επιτυχία σαν σολίστες εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων, ενώ ανάμεσά τους ανήκε και η διεθνούς φήμης Ελληνίδα και αυστρο-ιταλικής καταγωγής πιανίστα, Gina Bachauer (1913-1976).35 Η Manona Freeman- Παπαδάκη (1920) υπήρξε κόρη του και αξιόλογη πιανίστα-παιδαγωγός, που έδρασε στην Ελλάδα. Έχοντας μελετήσει με τον πατέρα της, τη Ρένα Κυριακού και τον Σπύρο Φαραντάτο, δίδαξε πιάνο ιδιωτικά διοχετεύοντας τους προχωρημένους μαθητές της στο Ωδείο Αθηνών.36 Επίσης, πρώτος δάσκαλος της Lili Kraus (1903-1986), που στα οκτώ της χρόνια υπήρξε μαθήτρια στη Μουσική Ακαδημία της Βουδαπέστης, ήταν ένας μαθητής του Busoni.37 Η ίδια στη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον Dean Elder σημειώνει ότι μετά τα δεκαοκτώ της χρόνια είχε σπουδάσει κοντά στον Steuermann. Στη δεύτερη γενιά της “Σχολής Busoni” στον τομέα το πιάνου ανήκουν και τα γνωστά ονόματα των John Ogdon, Yonty Solomon, Maria Tipo, Alfred Brendel και Leslie Howard.38
Η “Σχολή Busoni” συνάντησε αρκετούς υποστηρικτές, οι οποίοι θαύμαζαν το έργο και τα καλλιτεχνικά ιδεώδη αυτού του μεγάλου πιανίστα και συνθέτη. Ένας από αυτούς υπήρξε ο Vladimir Horowitz (1903-1989), ο οποίος επιθυμούσε να σπουδάσει κοντά του, αλλά δυστυχώς όταν έφυγε από τη Ρωσία, το έτος 1925, εκείνος δεν βρισκόταν πια στη ζωή. Ο Horowitz ενέτασσε συχνά στα προγράμματα των συναυλιών του έργα του Busoni. Θεωρήθηκε συνεχιστής του στον τομέα της πιανιστικής εκτέλεσης, ενώ η εκτίμηση που έτρεφε προς το πρόσωπό του, φαίνεται από αυτά τα λόγια: «Όλη μου τη ζωή παίζω τις μεταγραφές του για πιάνο και συχνά χρησιμοποιώ τις εκδόσεις που έχει επιμεληθεί σε έργα του Liszt. Όλα αυτά τα χρώματα… Και τί χρώματα! […] Ποτέ μου δεν τον άκουσα να παίζει. Αλλά, μαζί με όλες τις εκκεντρικότητες που έχει, υπάρχει στο παίξιμό του μια χροιά  και ένα χρώμα που τον κάνει, νομίζω, πιο ταιριαστό στο δικό μου ύφος».39 Ο Brendel, κορυφαία μουσική προσωπικότητα της εποχής μας, ανήκει στους σύγχρονους υποστηρικτές  και τη δεύτερη γενιά μαθητών της “Σχολής Busoni”, ενώ έχει εκφράσει συχνά τον μεγάλο θαυμασμό που τρέφει για τη μουσική αισθητική του “πνευματικού του δασκάλου”. Τέλος, ο David Dubal αναφέρει αρκετούς σπουδαίους πιανίστες που- μαζί με τους Petri, Steuermann και Brendel-   επηρεάστηκαν βαθιά από το παίξιμο και τη μουσική του Busoni, όπως ήταν οι Percy Grainger, Artur Rubinstein, Gunnar Johansen, Claudio Arrau, Arthur Loesser, Ogdon, Ernst Levy, Ronald Smith και Ronald Stevenson.40
Ο Busoni άφησε πίσω του πλήθος μαθητών, όπως είχε κάνει και ο Liszt. Επιθυμούσε το καλύτερο για εκείνους, ενώ πριν φύγει από τη ζωή είχε δώσει την ευχή σε όσους βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή κοντά του: «Για εσάς, εύχομαι τα πράγματα να είναι πιο εύκολα».41




Ferruccio Busoni και Franz Liszt
“Ο μαθητής συναντάει τον δάσκαλο”

Ακόμη και αν ο Busoni δεν είχε καταφέρει να πάρει τη συστατική επιστολή που είχε ζητήσει ο πατέρας του από τον Liszt και δεν ανήκε στην ομάδα των μαθητών του, φαίνεται ότι κατά κάποιον τρόπο πορευόταν πνευματικά προς αυτή την κατεύθυνση. Στη ζωή του είχε αρκετές επαφές με άτομα που είχαν γνωρίσει από κοντά τον ίδιο τον Liszt ή για τα οποία ο συνθέτης έτρεφε εκτίμηση και θαυμασμό, όπως ήταν οι συνθέτες Nikolai Rimsky-Korsakov (1844-1908), Alexander Glazounov (1865-1936), Piotr Ilyich Tchaikovsky (1840-1893) και Edward Grieg (1843-1907), καθώς και ο μαθητής του Liszt, Arthur Friedheim (1859-1932). Με έναν άλλο μαθητή του Liszt, τον José Vianna da Motta (1869-1948), o Busoni συνήθιζε να παίζει ντουέτα. Το σημαντικότερο όμως πρόσωπο που τον συνέδεε με τον Liszt ήταν ο Anton Rubinstein (1829-1894), ο δάσκαλος πιάνου που είχε σε ηλικία επτά ετών. Είναι γνωστό ότι ο Liszt τον εκτιμούσε πολύ και πιθανόν ο Rubinstein να είχε μιλήσει στον μικρό μαθητή του για εκείνον. Ο Busoni υπήρξε επίσης μαθητής του Wilhelm Mayer- μουσική φυσιογνωμία του 19ου αιώνα, γνωστός με το ψευδώνυμο Remi- ο οποίος είχε διδάξει και τον Felix Weingartner (1863-1942), έναν φίλο και πιστό υποστηρικτή του Liszt που ως μαέστρος είχε συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στη διάδοση του έργου του. Τέλος, μετά από προτροπή του Brahms, ο Busoni είχε μελετήσει κοντά στον Carl Reinecke (1824-1910), τον οποίο ο Liszt εκτιμούσε ιδιαίτερα σαν συνθέτη και σαν προσωπικότητα. Και σαν δάσκαλος όμως το πεπρωμένο του επεφύλασσε άλλη μία πνευματική συνάντηση με το ίνδαλμά του, μέσω του κοινού τους μαθητή, Selim Palmgren (1878-1951).
Ήταν, λοιπόν, αναμενόμενο για τον Busoni να γίνει ένας από τους θερμότερους υποστηρικτές του Liszt. Γύρω στο 1890 άρχισε να μελετάει εντατικά τα έργα του εντάσσοντάς τα όλο και περισσότερο στο πιανιστικό του ρεπερτόριο, ενώ είχε δημιουργήσει μία πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη με διάφορες εκδόσεις έργων του συνθέτη. Τα έτη 1901-1902 είχε παραδώσει μαθήματα στη Βαϊμάρη για την ερμηνεία της πιανιστικής μουσικής του, ενώ εκείνη την περίοδο εμφανιζόταν ως ένθερμος συνεχιστής της “Σχολής Liszt” στη Γερμανία. Το 1905 έδωσε τρία ρεσιτάλ στο Βερολίνο με έργα του Liszt, ενώ όταν το 1909 είχε παίξει τη Σονάτα του Δάντη (S.161, αρ.7) στον μαθητή του Liszt, Giovanni Sgambati, εκείνος τον φίλησε στο κεφάλι λέγοντάς του πως “του θύμιζε τόσο πολύ τον δάσκαλό του, ακόμη περισσότερο και από τους ίδιους του τους μαθητές”.42 Η καριέρα του Busoni  ως δεξιοτέχνη πιανίστα κορυφώθηκε το 1911, με μία σειρά από έξι ρεσιτάλ που έδωσε ξανά στο Βερολίνο και ήταν αφιερωμένα στη μουσική του Liszt και στα οποία είχε παίξει πάνω από εβδομήντα έργα του.
 Όπως αναφέρει ο Edward J. Dent (1876-1957), «τα σπουδαιότερα έργα του Liszt, που ασήμαντοι πιανίστες μετέτρεπαν σε απλές επιδείξεις δεξιοτεχνίας εξαιτίας της ανεπαρκούς τεχνικής τους - η οποία δεν πήγαινε παραπέρα- συχνά ακούγονταν απροσδόκητα εύκολα και απλά, όταν τα έπαιζε ο Busoni. Οι λαμπερές κλίμακες και οι αρπισμοί ακούγονταν έτσι όπως επεδίωκε ο Liszt- σαν έναν αμυδρά υπαινικτικό φόντο- ενώ τα θέματα στις ογκώδεις συγχορδίες ή τις τραγουδιστές μελωδίες διακρίνονταν με μεγάλη καθαρότητα».43  O Busoni σαν πιανίστας παρομοιαζόταν συχνά με τον Liszt. Η άπταιστη τεχνική του, ο ορχηστρικός του ήχος, καθώς και η βαθειά συνείδηση που είχε σαν καλλιτέχνης τον συνέδεαν στενά με το ίνδαλμά του. O Chantavoine είχε γράψει για εκείνον στο περιοδικό Musical Quarterly, τον Ιούλιο του 1921, τα εξής: «Μπορούσε να βγάλει από το μουσικό όργανο φωνές που κανείς άλλος δεν είχε βγάλει- δυνατές βροντές, υπερκόσμιες ανάσες, τις ψιθυριστές νότες του εκκλησιαστικού οργάνου, τη λαμπρότητα της τρομπέτας, νότες σαν πέρλες που έμοιαζαν με εκείνες ενός φλάουτου, τις τρυφερές νότες ενός βιολιού. Στην αρχή η θαυμάσια τεχνική του φαίνεται να επισκιάζει το οτιδήποτε άλλο στο παίξιμό του, καθώς υπερνικά τις μεγαλύτερες δυσκολίες με τη μέγιστη ευκολία και προφανώς χωρίς να συνειδητοποιεί την ύπαρξή τους. Παρ’ όλα αυτά, χάνει κανείς γρήγορα οποιαδήποτε σκέψη έχει να κάνει με την τεχνική… Όσο για το πολυσύνθετο ανάγλυφο που προσδίδει στην πολυφωνία του Bach, αξιοσημείωτο στις έξοχες μεταγραφές των έργων για εκκλησιαστικό όργανο, κρατάει τα κλειδιά για ένα μυστικό που παραμένει άγνωστο στους προκατόχους του. Ένας καλός κριτής που τον άκουσε για πρώτη φορά στην αίθουσα Erard το 1914, είχε πει “ακόμη και ο Liszt δεν έπαιζε τόσο καλά”».44
Ο Busoni θεωρούσε τη μουσική του Liszt ως κάτι το επαναστατικό σε όλα τα μουσικά επίπεδα. Αναγνώριζε ότι ήταν “πατέρας του μοντέρνου πιάνου” και ο μεγάλος επαναστάτης στον τομέα της πιανιστικής τεχνικής. Αντιθέτως, υπήρξε αντίπαλος του πιανιστικού στυλ του Sigismund Thalberg (1812-1871)- το οποίο αποτελούσε τον αντίποδα της “Σχολής Liszt”- ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που ο τύπος και το ακροατήριο επιθυμούσε να φέρνει αυτούς τους δύο καλλιτέχνες σε αντιπαράθεση μεταξύ τους. Έτσι, ο Busoni θεωρήθηκε συνεχιστής του λιστιανού παιξίματος. Είναι κρίμα που σήμερα δεν υπάρχουν αρκετές ηχογραφήσεις των πιανιστικών έργων του συνθέτη, ερμηνευμένα από τον Busoni, ακόμη και αν ο ίδιος θεωρούσε τις περισσότερες από αυτές πολύ χαμηλής ποιότητας και την ερμηνεία του μη-ικανοποιητική. Όταν είχε κληθεί το 1922 από την Columbia Records για αυτό τον σκοπό, έγραφε στον μάνατζερ του, John Tillett: «Οι συνθήκες είναι όσο πιο δυσμενείς θα μπορούσαν να γίνουν. Ο χώρος, το πιάνο, η καρέκλα δεν είναι καθόλου δελεαστικά. Είμαι αναγκασμένος να ξεκινήσω λες και είμαι άλογο κούρσας και πριν έχουν περάσει τέσσερα λεπτά, πρέπει να έχω φτάσει ως το τέλος. Πρέπει να χειρίζομαι το τουσέ και τα πεντάλ διαφορετικά απ’ ό,τι κάνω συνήθως… Τί στην ευχή αποτέλεσμα θα μπορούσε αυτό να έχει; Όχι, πάντως, ένα παίξιμο που θα χαρακτηριζόταν ως “δικό μου”- αυτό είναι σίγουρο!».45
 Λόγω μιας πυρκαγιάς στο στούντιο της εταιρίας Columbia, από αυτές τις ηχογραφήσεις είχαν μείνει μόνο η Ουγγρική Ραψωδία, S.244/13 και το έργο La Campanella, S.141/3. Όπως αναφέρουν οι μαθητές του Busoni, ο δάσκαλός τους έχανε πολλά από τα ξεχωριστά στοιχεία του παιξίματός του, όταν βρισκόταν μέσα στο στούντιο. Πάντως, η πιανίστα Jeanne-Marie Darée (1905-1999), που τον είχε ακούσει να παίζει το Πέμπτο Κοντσέρτο για Πιάνο, Op.73 του Beethoven και αρκετά έργα του Liszt, έγραφε ότι στα τελευταία ήταν σπουδαίος.46 Από τις ηχογραφήσεις που είχε κάνει, αξίζει να ακουστούν τα έργα Feuilles Follets, S.139, αρ.5 και Reminiscenes de Don Juan, S.418. Σε αυτά διακρίνεται το βάρος που δίνεται στο ηχόχρωμα, η ελευθερία στην έκφραση, το ευφάνταστο παίξιμο και μία συνθετική διάθεση στην ερμηνεία- μιας και ο Busoni κατά την εκτέλεση συνήθιζε να κάνει αλλαγές ή μικρές παρεμβάσεις στο μουσικό κείμενο. Στο παίξιμό του φαίνεται η κατοχή μιας τεχνικής που δηλώνει ότι σαν πιανίστας γνώριζε καλά τη φύση και την ψυχή του μουσικού του οργάνου.47 Το πιο σημαντικό απ’ όλα, όμως, ήταν ότι έπαιζε μουσικά αποφεύγοντας τη στείρα  δεξιοτεχνία- κάτι που ακόμη και ο ίδιος ο Liszt απεχθανόταν να ακούει στην ερμηνεία των έργων του.
Ο Busoni ασχολήθηκε με τον “πνευματικό του δάσκαλο” και στον τομέα της σύνθεσης. Με την αφοσίωση που είχε επιδείξει για το έργο του μέσα από την καλλιτεχνική του δράση, ήδη περί τα 1900 θεωρούταν “μαθητής του Liszt” ακόμη και από τους ίδιους τους μαθητές του συνθέτη και το 1907 τον κάλεσαν να συμμετάσχει στην επιμέλεια κάποιων έργων του, που θα εκδίδονταν από τον Σύλλογο Franz Liszt (“Franz Liszt Stiftung”) και τον μουσικό εκδοτικό οίκο Breitkopf & Hartel. Ο ίδιος συμμετείχε στην επιμέλεια τριών τευχών της έκδοσης και ειδικότερα επιμελήθηκε τις σπουδές του συνθέτη. Το έργο αυτό θεωρείται μεγάλης σπουδαιότητας μέχρι σήμερα, μιας και αποτελείται από τριάντα τέσσερα τεύχη, τα περισσότερα από τα οποία είχαν επιμεληθεί  μαθητές του Liszt. Η δουλειά που έχει κάνει ο Busoni αποτελεί μοντέλο προς μίμηση, λόγω της συνέπειας και της ακρίβειας του κειμένου που είχε επιδείξει. Συνέθεσε, επίσης, κάποιες μεταγραφές σε έργα του Liszt, όπως τις Σπουδές Paganini, S.141, το Mephisto Waltz, S.110, κ.ά.
Τέλος, μέσα στο συνθετικό του έργο συναντούμε αρκετά στοιχεία της μουσικής του Liszt. Αν και στα πιο ώριμα έργα του φαίνεται η επιρροή που δέχτηκε από τον νεοκλασικισμό, πρώτες επιρροές του υπήρξαν ο Liszt και ο Bach. Όπως και ο Liszt, ο Busoni έψαχνε να βρει μία νέα μουσική γλώσσα. Πρώτος καρπός των ανακαλύψεών του σε αυτό το νεφελώδες έδαφος, παρόμοιες με εκείνες που υπάρχουν στα τελευταία έργα του Liszt, αποτελούν οι ελεγείες του για πιάνο.48 Η επιρροή που είχε δεχτεί από τον συνθέτη φαίνεται σε ορισμένα έργα του, όπως τη Σονατίνα αρ.6 (“Kammer-Fantasie über Carmen”, BV284), το Κοντσέρτο για Πιάνο, BV247, σε κάποιες από τις Έξι Ελεγείες για πιάνο (BV249), στην όπερα Doktor Faust (BV303), καθώς και σε αρκετές ενορχηστρώσεις του.





Coda
 Τα μεγάλα πνεύματα συναντούνται

Ο Busoni έφυγε από τη ζωή στις 27 Ιουλίου 1924, σε ηλικία πενήντα οκτώ ετών, λόγω κάποιων προβλημάτων που αντιμετώπιζε με το συκώτι και την καρδιά του. O Brendel έχει πει για εκείνον: «Είναι δύσκολο να βρεις στην ιστορία της μουσικής ένα πνεύμα τόσο οικουμενικό όσο του Busoni. Ο Kempff έφτασε να δηλώσει κάποτε ότι υπήρξε “ο Leonardo da Vinci της Μουσικής”».49 Ο George Bernard Shaw (1856-1950) τον επευφημούσε λέγοντάς του: «Θα έπρεπε να συνθέτετε με ψευδώνυμο. Δεν είναι δυνατόν για έναν άνθρωπο, να κάνει τόσο καλά περισσότερα από ένα πράγματα! Και όταν σας άκουσα να παίζετε, είπα “είναι αδύνατον να συνθέτει- δεν υπάρχει αρκετός χώρος ούτε μέσα σε μια ζωή για παραπάνω από ένα ανώτερο επίτευγμα, στο οποίο θα μπορούσε να διακριθεί κανείς”».50 Ο Horowitz φανέρωνε μία ανάλογη εκτίμηση και θαυμασμό προς το πρόσωπό του, όταν έγραφε στα απομνημονεύματά του ότι «ήταν ιδιοφυής μουσικός και τόσο μεγάλος δεξιοτέχνης, που το βάθος στο οποίο έφτασε η σκέψη και η πρακτική του ήταν αδύνατον να το παρακολουθήσουν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής».51 Τέλος, ο Artur Rubinstein τον αποκαλούσε “δάσκαλο που σου εμπνέει το δέος” και ο οποίος «… με το γοητευτικό, χλωμό και σχεδόν χριστιανικό πρόσωπό του και με τη διαβολική τεχνική επιδεξιότητά του υπήρξε ο πιο ενδιαφέρων πιανίστας… ένα λαμπρό παράδειγμα για όλους τους μουσικούς όσον αφορά τον ευγενή τρόπο με τον οποίο ακολούθησε την καριέρα του χωρίς ποτέ να υποχωρήσει, τα υψηλά κριτήρια που έθεσε στις δικές του μουσικές συνθέσεις και την ευρύτερη κουλτούρα που διέθετε».52 
Δεν είναι τυχαίο ότι παρόμοια λόγια είχε γράψει κάποτε και ο Friedheim για τον δάσκαλό του: «Αν ο Liszt ήταν σήμερα μαζί μας,  έναν αιώνα αφότου είχε φτάσει στο μέγιστο των δυνατοτήτων του, άραγε θα δημιουργούσε την ίδια αίσθηση και οι κριτικοί ή το κοινό θα αντιδρούσαν με τον ίδιο τρόπο- έτσι όπως έκαναν κατά τη διάρκεια της πιο ώριμης περιόδου του Ρομαντισμού; Θα έλεγα πως ναι, έτσι θα ήταν∙ γιατί η μεγαλοφυΐα, το διορατικό του πνεύμα, η προσαρμοστικότητα και ο μαγνητισμός της προσωπικότητάς του θα ήταν τόσο ισχυρά όπως και τότε και θα του επέτρεπαν να εναρμονιστεί με κάθε μοντέρνα απαίτηση… Θα προχωρούσα ακόμη περισσότερο, ώστε να διακινδύνευα να ισχυριστώ ότι ο Liszt θα εξελισσόταν στην εποχή μας έτσι όπως έκανε και στη δική του, έχοντας πιθανόν να μας δείξει καινούργια πράγματα που θα αφορούσαν τις ιδέες και την εκτέλεση της μουσικής».53

Ο Busoni θα συμπλήρωνε σε αυτά τα λόγια:

 «… Ο Liszt υπήρξε ένας καλλιτέχνης και ένας πρίγκιπας ανάμεσα στους ανθρώπους, ένας θρύλος ακόμη και για όσο ζούσε. Ανάμεσα στα βασικότερα χαρακτηριστικά του ήταν η ιδιαίτερη ποιότητα του μυαλού του, η εμφάνισή του και η συμπεριφορά του, ενώ ταυτόχρονα υπήρχε ένας ευτυχής συνδυασμός ταλέντου, εξυπνάδας, σταθερότητας και ιδεαλισμού που τον διέκριναν ως καλλιτέχνη. Σαν τέτοιος καλλιτέχνης κατείχε όλα εκείνα τα στοιχεία που ορίζουν το μεγαλείο του- την παγκοσμιότητα της τέχνης του, τρεις δημιουργικές περιόδους και ένα αιώνια διερευνητικό προφίλ. Η μυσταγωγική πλευρά των ικανοτήτων του, το στοιχείο των ταχυδακτυλουργικών που υπήρχε στο πιανιστικό του ύφος και τα γοητευτικά αποτελέσματα της δεξιότητάς του αποτελούσαν τη “θρυλική” πλευρά του Liszt. Οι στόχοι του ήταν η πρόοδος, ο εξευγενισμός και η ελευθερία. Μόνο μία ανώτερη προσωπικότητα θα πάλευε για την εξέλιξη, μόνο κάποιος που έχει γεννηθεί ευγενής αναζητάει αυτή την ανωτερότητα, μόνο ένας ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να προσφέρει την ελευθερία. Έγινε το σύμβολο του πιάνου, μουσικό όργανο το οποίο εξύψωσε και του προσέδωσε πριγκιπικό κύρος, έτσι ώστε να το κάνει αντάξιό του»54

«…Ουσιαστικά όλοι μας έχουμε προέλθει από αυτόν- ακόμη και ο Wagner- και του οφείλουμε αυτά τα λίγα που είμαστε ικανοί να πετύχουμε. Οι César Frank, Richard Strauss, Debussy, όλοι οι παλαιότεροι Ρώσοι συνθέτες αποτελούν κλαδιά που έχουν φυτρώσει από το ίδιο δέντρο… Η “Συμφωνία του Faust”, τa ορατόρια “Ο Θρύλος της Αγίας Ελισάβετ” και “Χριστός”… κανένας συνθέτης μετά τον Liszt δεν έχει καταφέρει να γράψει τέτοια έργα. Ακόμη και σήμερα το έργο του, “Les Jeux dEau”, παραμένει το μοντέλο από το οποίο ξεχειλίζουν  όλα τα μουσικά σιντριβάνια…»55

 Ο Busoni, τελικά, ακολούθησε την πορεία που είχε χαράξει ο Liszt σαν καλλιτέχνης και έγινε ο πνευματικός του μαθητής. Στον πιανισμό, τη διδασκαλία και το συνθετικό έργο αυτών των δύο μεγάλων μουσικών προσωπικοτήτων αντανακλώνται τα ιδανικά και οι αξίες που πρέσβευαν στην προσωπική τους ζωή και έχουν μείνει στην ιστορία της μουσικής χάρη στις μοναδικές ποιότητες που διέθεταν σαν καλλιτέχνες, αλλά και σαν άνθρωποι. Σήμερα έχουν δημιουργηθεί σε πολλές χώρες σημαντικοί διαγωνισμοί πιάνου που φέρουν το όνομά τους. Ο σχετικά νέος Διαγωνισμός Πιάνου Franz Liszt στη Βαϊμάρη και ο Διαγωνισμός Πιάνου Ferruccio Busoni στην πόλη Bolzano της Ιταλίας έχουν αποκτήσει παγκόσμιο κύρος, ενώ στον τελευταίο έχουν συμμετάσχει πολλοί γνωστοί πιανίστες, μεταξύ των οποίων οι Martha Argerich, Brendel και Maurizio Pollini.




Μαρία-Νεφέλη  Ανδρουλακάκη

















ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
Η δισκογραφία του Ferruccio Busoni


O Busoni είχε κάνει αρκετές ηχογραφήσεις για την Columbia Records. Όμως, μετά από μία πυρκαγιά που ξέσπασε στο εργοστάσιο της εταιρείας, έμειναν μόνο οι εξής:

  • Johann Sebastian Bach:
Πρελούδιο και Φούγκα αρ.1 σε ντο μείζονα, από το 1ο βιβλίο του Καλώς Συγκερασμένου  Κλειδοκύμβαλου, BWV 846

  • J. S. Bach-Busoni:
Chorale Prelude για εκκλησιαστικό όργανο "Nun freut euch, lieben Christen", BWV 734

  • Ludwig van Beethoven-Busoni:
Ecossaises, WoO 83

  • Fréderic Chopin:
Σπουδή σε σολ ύφεση μείζονα, Op.10, αρ.5
Νυχτερινό σε φα δίεση μείζονα, Op.15, αρ.2
Σπουδή σε μι ελάσσονα, Op.25, αρ.5
Πρελούδιο σε λα μείζονα, Op.28, αρ.7
Πρελούδιο σε λα μείζονα, Op.28, αρ.7 και Σπουδή, Op.10, αρ.5 (συμπεριλαμβανομένου ενός αυτοσχεδιαστικού περάσματος, με το οποίο συνδέονται μεταξύ τους τα δύο έργα)

  • Franz Liszt:
La Campanella, S.141, αρ.3
Ουγγρική Ραψωδία, S.244, αρ.13


Ο Busoni ηχογράφησε αρκετά piano rolls, ενώ κάποια άλλα έργα που αναφέρονται στη δισκογραφία του, χωρίς ωστόσο να έχουν κυκλοφορήσει επίσημα, είναι η Σονάτα Hammerklavier, Op.106 του Beethoven, η Σονάτα σε Σι ελάσσονα, S.178 του Liszt, το Βαλς από την όπερα Faust του Gounod, S.407 του Liszt, κ.ά.56






 
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
Οι μαθητές του Ferruccio Busoni



Α. Οι μαθητές του Busoni στον τομέα της σύνθεσης








 
Β. Οι μαθητές του Busoni στον τομέα της σύνθεσης και της πιανιστικής εκτέλεσης







 
Γ. Οι μαθητές του Busoni στον τομέα του πιάνου














 
Βιβλιογραφικές  Αναφορές

1. Όπως αναφέρει ο Alan Walker (1930), ο Liszt σε ένα γράμμα του δήλωνε ότι είχε πάψει πλέον να δίνει συστατικές επιστολές (Dent Edward, Ferruccio Busoni; A Biography, London, 1933, σελ.26, στο Walker Alan, Franz Liszt. The Final Years, 1861-1886, Cornell University Press, Ithaca-New York, 1997, σελ.367). Μέσα από τα γραπτά των μαθητών του και την αλληλογραφία του πληροφορούμαστε ότι δεν του άρεσε να δίνει, αλλά ακόμη και να διαβάζει τέτοιου είδους συστάσεις. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση που είχε δώσει στον μελλοντικό του μαθητή, Carl Lachmund, όταν προέκυψε αυτό το θέμα. Του ζήτησε να “αυτοσυστηθεί” και αφού τον ρώτησε κοντά σε ποιούς δασκάλους είχε μαθητεύσει, τον κάλεσε να παίξει κάτι στο πιάνο (Lachmund Carl, Living with Liszt.1882-1884, Pendragon Press, Stuyvesant-New York, 1998, σελ.xixi & 9).

2. Παράδειγμα μιας τέτοιας εξαίρεσης, αποτελεί ο μαθητής του Liszt, Alexander Siloti (La Mara, The Letters of Franz Liszt, τ.2, επιστολή αρ.332, στο http://www.gutenberg.org/dirs/etext03/2lofl10.txt).

3. Chantavoine Jean & Harriet Lanier, “Busoni”, The Musical Quarterly, τ.7, αρ.3 (Ιούλιος 1921), σελ.332, στο http://www.jstor.org/stable/738109.

4. Vogel Vladimir, “Impressions of Ferruccio Busoni”, Perspectives of New Music, τ.6, αρ.2 (ΆνοιξηΚαλοκαίρι, 1968), σελ.167-173, στο http://www.jstor.org/stable/832359.

5. Brendel Alfred, Μουσικοί Στοχασμοί και Αναστοχασμοί (μτφρ. Χαρά Ιακωβίδου), εκδ.Νεφέλη, Αθήνα, 1998, σελ.179.

6. Καράμπελας- Σγούρδας Κωνσταντίνος Π.

7.  http://en.wikipedia.org/wiki/Felix_Mendelssohn, βιβλιογραφική αναφορά 38.  

8. Dubal David, Ferruccio Busoni plays Liszt, Bach, Busoni & Chopin, Nimbus Records ΝΙ8810 (συνοδευτικό κείμενο του δίσκου), 

9. Καράμπελας- Σγούρδας Κωνσταντίνος Π.

10. ό.π.

11. ό.π.

12. Walker Alan, στο http://www.oxfordmusionline.com/subscriber/article/grove/music/4826pg9#S48265.9.

13. Αυτό το έργο του Busoni δημοσιεύτηκε σε πέντε τεύχη μεταξύ των ετών 1918 και 1922, ενώ μία δεύτερη έκδοση δημοσιεύτηκε το 1925.

14.  Boissier Auguste, Liszt Pédagogue, σ.58, στο Ott Bertrand, Lisztian Keyboard Energy/ Liszt et la pedagogie du piano (μτφρ. Donald H. Windham), The Edwin Mellen Press, 1992, σελ.2.

15. Ott Bertrand, Lisztian Keyboard Energy/ Liszt et la pedagogie du piano (μτφρ. Donald H. Windham), The Edwin Mellen Press, 1992, σελ.1.

16. Chantavoine Jean & Harriet Lanier, “Busoni”, The Musical Quarterly, τ.7, αρ.3 (Ιούλιος 1921), σελ. 334, στο http://www.jstor.org/stable/738109.

17.  Dubal David, Evenings with Horowitz. A Personal Portrait, Birch Lane Press, New York, 1991, σελ.248.

18. Dubal David, Ferruccio Busoni plays Liszt, Bach, Busoni & Chopin, Nimbus Records NI8810 (συνοδευτικό κείμενο του δίσκου ),
στο http://www.wyastone.co.uk/nrl/gpiano/8810c.html.

19. ό.π.

20. ό.π.

21. ό.π.

22. Καράμπελας- Σγούρδας Κωνσταντίνος Π.

23.  Αγραφιώτη Έφη, Πιάνο. Οι Μεγάλοι Ερμηνευτές, Μουσικός Εκδοτικός Οίκος Κ. Παπαγρηγορίου- Χ. Νάκας, Αθήνα, 1991, σελ.60.

24. Dubal David, Ferruccio Busoni plays Liszt, Bach, Busoni & Chopin, Nimbus Records ΝΙ8810 (συνοδευτικό κείμενο του δίσκου),

25. Evans Allan, Busoni and His Legacy, Arbiterrecords (συνοδευτικό κείμενο του δίσκου), στο http://www.arbiterrecords.com/notes/134notes.html.

26. Dubal David, Ferruccio Busoni plays Liszt, Bach, Busoni & Chopin, Nimbus Records NI8810 (συνοδευτικό κείμενο του δίσκου ), 

27. ό.π.

28. ό.π.

29.http://www.oxfordmusiconline.com/subscriber/article/grove/music/04438?q=busoni&search= quick& pos=1&_start=1#firsthit & Dubal David, Ferruccio Busoni plays Liszt, Bach, Busoni & Chopin, Nimbus Records ΝΙ8810 (συνοδευτικό κείμενο του δίσκου), στο http://www.wyastone.co.uk/nrl/gpiano/8810c.html.

30. Slotchiver Jeni, A Pianist’s Notes on Busoni the Visionary, Centaur Records CRC2438 (συνοδευτικό κείμενο του δίσκου ), στο http://www.sequenza21.com/Busoni.html.

31. Καράμπελας- Σγούρδας Κωνσταντίνος Π.

32. Chantavoine Jean & Harriet Lanier, “Busoni”, The Musical Quarterly, τ.7, αρ.3 (Ιούλιος 1921), σελ.332, στο http://www.jstor.org/stable/738109.

33. Elder Dean, Pianists at play, Kahn & Averill, London, 2007, σελ.87.

34. Αγραφιώτη Έφη, Πιάνο. Οι Μεγάλοι Ερμηνευτές, Μουσικός Εκδοτικός Οίκος Κ. Παπαγρηγορίου- Χ. Νάκας, Αθήνα, 1991, σελ.60 & http://en.wikipedia.org/wiki/Ferruccio_Busoni.

35. Καλογερόπουλος Τάκης, Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, εκδόσεις Γιαλλελή, 2001, στο http://www.musipedia.gr/wiki/Φρήμαν_Βόλντεμαρ.

36. ό.π.

37. Elder Dean, Pianists at play, Kahn & Averill, London, 2007, σελ.65.

38. Βλ. «Παράρτημα των Μαθητών του Busoni».

39. Schonberg Harold. C., Horowitz: His Life and Music, Simon & Schuster, London, 1992, σελ.303.

40. Dubal David, Ferruccio Busoni plays Liszt, Bach, Busoni & Chopin, Nimbus Records NI8810 (συνοδευτικό κείμενο του δίσκου ),
στο http://www.wyastone.co.uk/nrl/gpiano/8810c.html.

41. Αγραφιώτη Έφη, Πιάνο. Οι Μεγάλοι Ερμηνευτές, Μουσικός Εκδοτικός Οίκος Κ. Παπαγρηγορίου- Χ. Νάκας, Αθήνα, 1991, σελ.60.

42. Dubal David, Ferruccio Busoni plays Liszt, Bach, Busoni & Chopin, Nimbus Records NI8810 (συνοδευτικό κείμενο του δίσκου ),  

43. ό.π.

44. Chantavoine Jean & Harriet Lanier, “Busoni”, The Musical Quarterly, τ.7, αρ.3 (Ιούλιος 1921), σελ.331, στο http://www.jstor.org/stable/738109.

45. Evans Allan, Busoni and His Legacy, Arbiterrecords (συνοδευτικό κείμενο του δίσκου), στο http://www.arbiterrecords.com/notes/134notes.html.

46.  Elder Dean, Pianists at play, Kahn & Averill, London, 2007, σελ.85.

47. Καράμπελας- Σγούρδας Κωνσταντίνος Π.


49. Αγραφιώτη Έφη, Πιάνο. Οι Μεγάλοι Ερμηνευτές, Μουσικός Εκδοτικός Οίκος Κ. Παπαγρηγορίου- Χ. Νάκας, Αθήνα, 1991, σελ.60.

50. Dubal David, Ferruccio Busoni plays Liszt, Bach, Busoni & Chopin, Nimbus Records ΝΙ8810 (συνοδευτικό κείμενο του δίσκου ), 
στο http://www.wyastone.co.uk/nrl/gpiano/8810c.html.

51. Αγραφιώτη Έφη, Πιάνο. Οι Μεγάλοι Ερμηνευτές, Μουσικός Εκδοτικός Οίκος Κ. Παπαγρηγορίου- Χ. Νάκας, Αθήνα, 1991, σελ.60.

52. Dubal David, Ferruccio Busoni plays Liszt, Bach, Busoni & Chopin, Nimbus Records NI8810 (συνοδευτικό κείμενο του δίσκου ), 
στο http://www.wyastone.co.uk/nrl/gpiano/8810c.html.

53. Friedheim Arthur, Life and Liszt, New York, 1961 (επιμ.  Theodore L. Bullock), στο Grant Mark N. (επιμ.), Remembering Franz Liszt, New York 1987, σελ.161.

54. Ferruccio Busoni, Zürcher Programme, 1916  στο Burger Ernst, Franz Liszt: A Chronicle of his Life in Pictures and Documents (μτφρ. Stewart Spencer), Princeton University Press, New Jersey, 1989, σελ.332.

55. Ferruccio Busoni, επιστολή προς τον Alfred Kastner, 1920, στο Burger Ernst, Franz Liszt: A Chronicle of his Life in Pictures and Documents (μτφρ. Stewart Spencer), Princeton University Press, New Jersey, 1989, σελ.332.

56.Για περισσότερες πληροφορίες για αυτά τα έργα, βλ. την πηγή  http://en.wikipedia.org/wiki/ Ferruccio_Busoni#Recordings_by_Busoni.


 

Βιβλιογραφία

Ελληνική βιβλιογραφία

Αγραφιώτη Έφη, Πιάνο. Οι Μεγάλοι Ερμηνευτές, Μουσικός Εκδοτικός Οίκος Κ. Παπαγρηγορίου- Χ. Νάκας, Αθήνα, 1991



Ξενόγλωσση βιβλιογραφία

Brendel Alfred, Μουσικοί Στοχασμοί και Αναστοχασμοί (μτφρ. Χαρά Ιακωβίδου), εκδ.Νεφέλη, Αθήνα, 1998.

Burger Ernst, Franz Liszt: A Chronicle of his Life in Pictures and Documents (μτφρ. Stewart Spencer), Princeton University Press, New Jersey, 1989.

Dubal David, Evenings with Horowitz. A Personal Portrait, Birch Lane Press, New York, 1991.

Elder Dean, Pianists at play, Kahn & Averill, London, 2007.

Schonberg Harold. C., Horowitz: His Life and Music, Simon & Schuster, London, 1992.



Πηγές από το διαδίκτυο (internet)




4. http://www.jstor.org/stable/738109 

5. http://www.jstor.org/stable/832359 


7. http://www.sequenza21.com/Busoni.html







Προτεινόμενη επιλεγμένη βιβλιογραφία


Busoni Ferruccio, Ferruccio Busoni: Letters to his Wife (μτφρ. Rosamond Ley), Da Capo Press, New York, 1975.

Busoni Ferruccio, Maximen und Aphorismen, Florian Noetzel, Wilhelmshaven, 2004.

Busoni Ferruccio, Scetch of a New Esthetic of Music (μτφρ. Theodor Baker), G.Schirmer, New York. 1911.

Busoni Ferruccio, The Essence of Music and other papers (μτφρ. Rosamond ley), Philosophical Library, New York, 1957.

Beaumont Antony, Busoni the Composer, Indiana University Press, Bloomington, 1985.

Beaumont Antony, Ferruccio Busoni: Selected Letters, Faber&Faber, London-Boston, 1987.

Benedictis Angela I., Ferruccio Busoni e la sua scuola, Una cosa rara, Lucca, 1999.

Couling Della, Ferruccio Busoni: “A Musical Ishmael”, Scarecrow Press, Lanham, 2005.

Dent Edward J., Ferruccio Busoni: A Biography, Oxford University Press, Oxford, 1933.

Kogan Grigory, Busoni as Pianist (μτφρ. Svetlana Belsky), University of Rochester Press, New York, 2010.

Roberge Marc-A., Ferruccio Busoni: A Bio-Bibliography, Greenwood Press, New York, 1991.

Sitsky Larry, Busoni and the Piano: The Works, the Writings and the Recordings, Greenwood Press, Westport, 1986.